- σκόπιμα
- σκόπιμοςsuitable to a purposeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκόπιμος — η, ο / σκόπιμος, ον, ΝΜΑ [σκοπός (II)] αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε κάτι νεοελλ. αυτός που γίνεται από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η σιωπή του»). επίρρ... σκοπίμως και σκόπιμα Ν 1. από… … Dictionary of Greek
παραλείπω — ΝΜΑ 1. αφήνω κάτι κατά μέρος σκόπιμα ή από λάθος 2. δεν αναφέρω κάτι σκόπιμα ή επειδή τό λησμόνησα, παρασιωπώ κάτι, παρατρέχω (α. «παρέλειψε να μάς αναφέρει την κατάσταση» β. «ἕν δ εἰπὲ πάντα παραλιπών», Ευρ.) 3. αμελώ να κάνω κάτι ή αφήνω κάτι… … Dictionary of Greek
πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… … Dictionary of Greek
(ε)ξεπίτηδες — επίρρ. τροπ., επίτηδες, σκόπιμα, από πρόθεση, για κάποιο σκοπό. ξεπίτηδες επίρρ. τροπ., σκόπιμα: Ξεπίτηδες το είπε, για να με πειράξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
αισυμνήτης — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία, όταν κυριεύτηκε η Τροία ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα, έλαβε από τα λάφυρα μια λάρνακα που περιείχε άγαλμα του Διονύσου (έργο του Ηφαίστου) την… … Dictionary of Greek
ακούρδιστος — και ντιστος, η, ο 1. (για έγχορδα μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει τις χορδές τεντωμένες σύμφωνα με τη μουσική κλίμακα 2. (για ρολόγια) αυτός τού οποίου το ελατήριο δεν συσπειρώθηκε ώστε να τεθεί σε λειτουργία 3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν τόν … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
αποσιώπηση — η (AM ἀποσιώπησις) 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο σκόπιμα παραλείπει κανείς λέξεις ή φράσεις είτε ευνόητες είτε από ντροπή, οργή κ.λπ. 2. η κατά παράβαση νόμιμης υποχρέωσης παράλειψη ανακοίνωσης στην αρχή ορισμένων περιστατικών νεοελλ. το να… … Dictionary of Greek
απροθέτως — ἀπροθέτως επίρρ. (Α) χωρίς πρόθεση, όχι σκόπιμα … Dictionary of Greek